ὑπνηρός

ὑπνηρός
ὑπν-ηρός, ά, όν, = foreg. 1:
A

τὸ ὑ.

drowsiness,

Hp.

Aër.24.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπνηρός — ά, όν, Α το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπνηρόν η υπνηλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕπνος + κατάλ. ηρός (πρβλ. τολμ ηρός)] …   Dictionary of Greek

  • ὑπνηρόν — ὑπνηρός drowsiness masc acc sg ὑπνηρός drowsiness neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …   Dictionary of Greek

  • ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”